Αβασκαμός:

Μάτιασμα, βασκανία.

Τ’ αβάσκαναν τού χαϊβάν’, πέραστο να τ’ πιράσ’.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!